Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βασιλικοὶ θ

См. также в других словарях:

  • Βασιλικοί — Βασιλικός royal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλικοί — βασιλικός royal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδες βασιλικοί — Ονομάζονταν έτσι τα παιδιά των μακεδονικών αριστοκρατικών οικογενειών, που από μικρή ηλικία ανατρέφονταν στην αυλή των Μακεδόνων βασιλιάδων και παράλληλα εκπαιδεύονταν, ώστε να γίνουν ικανοί vα αναλάβουν αργότερα ανώτερα αξιώματα στον στρατό και… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Boy — For other uses, see Boy (disambiguation). Boyhood redirects here. For other uses, see Boyhood (disambiguation) …   Wikipedia

  • АГЕМА —    • Agēma,          αγημα, македонская конная гвардия, царский эскадрон (ίλη βασιλική). Она присоединялась, как 16 й отряд, к 15 илам, на которые делилась вся остальная конница; в этот ближайший боевой конвой царя поступали самые храбрые и… …   Реальный словарь классических древностей

  • ИБЕРИЯ —    • Iberĭa,          Ίβηρία,        1. см. Hispania, Испания;        2. у византийцев она называлась Георгией, теперь также или Грузией; плодородная равнина на кавказском перешейке, граничащая на западе с Колхидой (Мосхийские горы), на севере с… …   Реальный словарь классических древностей

  • Vestiarion — The vestiarion (Greek: βεστιάριον, from Latin: vestiarium, wardrobe ), sometimes with the adjectives basilikon ( imperial ) or mega ( great ),[1] was one of the major fiscal departments of the Byzantine bureaucracy. In English, it is often known… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»